ορχηστικός

ορχηστικός
-ή, -ό (Α ὀρχηστικός, -ή, -όν) [ορχηστής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός
2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική
η τέχνη τού χορευτή
αρχ.
1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν ποίησιν», Αριστοτ.)
2. ο επιδέξιος στην όρχηση
3. παντομιμικός.
επίρρ...
ὀρχηστικῶς (Α)
με ορχηστικό τρόπο, με ρυθμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὀρχηστικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορχηστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση ή τον ορχηστή. 2. ως ουσ., ορχηστική, η η τέχνη του χορού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀρχηστικά — ὀρχηστικός of neut nom/voc/acc pl ὀρχηστικά̱ , ὀρχηστικός of fem nom/voc/acc dual ὀρχηστικά̱ , ὀρχηστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικῶν — ὀρχηστικός of fem gen pl ὀρχηστικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικόν — ὀρχηστικός of masc acc sg ὀρχηστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικαί — ὀρχηστικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικοῖς — ὀρχηστικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικοί — ὀρχηστικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικοῦ — ὀρχηστικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀρχηστικούς — ὀρχηστικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”